- μαγείρε(υ)μα
- τό1) приготовление пищи, стряпня; 2) см. μαγεριά; 3) перен. стряпня; грубая инсценировка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μάγειρε — μάγειρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγειρ' — μάγειρε , μάγειρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγειρεύω — μαγείρεψα, μαγειρε(υ)μένος 1. βράζω, ψήνω ή τηγανίζω φαγητό με διάφορα καρυκεύματα: Η γιαγιά μου συνήθως μαγειρεύει παραδοσιακά φαγητά. 2. μηχανορραφώ, ραδιουργώ, σχεδιάζω κάτι ύπουλα: Τα παιδιά κάθονται φρόνιμα, σίγουρα κάτι μαγειρεύουν! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)